- ἐπακμαστικός
- ἐπακμαστικόςcoming to a heightmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επακμαστικός — ἐπακμαστικός, ή, όν (Α) [επακμάζω] (για πυρετό) αυτός που φθάνει στο ύψιστο σημείο, σε κρίση … Dictionary of Greek
ἐπακμαστικόν — ἐπακμαστικός coming to a height masc acc sg ἐπακμαστικός coming to a height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακμαστικοί — ἐπακμαστικός coming to a height masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακμαστικοῦ — ἐπακμαστικός coming to a height masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακμαστικούς — ἐπακμαστικός coming to a height masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)